-
1 варенье
-
2 варенье
вареньес τό γλυκό (τοῦ κουταλιού):вишневое \варенье (τό) γλυκό βύσσινο. -
3 варить
варитьнесов1. βράζω:\варить суп βράζω σούπα; \варить обед μαγειρεύω; \варить варенье κάνω γλυκό (τοῦ κουταλιού);2. (сталь и т. ἡ.) χωνεύω, λυώνω. -
4 варение
-я ουδ.1. βράση, βράσιμο.2. -ье το γλυκό του κουταλιού. -
5 варенье
-я ουδ.το γλυκό του κουταλιού. -
6 стоять
стою, стоишь, προστκ. стой.επιρ. μτχ. стояρ.δ.1. στέκομαι ορθός•стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•
стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.
|| στηρίζομαι•стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•
-на коленях στέκομαι στα γόνατα•
стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•
стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•
стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•
волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.
2. εκτελώ κάτι όρθιος•стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•
стоять на посту στέκομαι στο πόστο•
-в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•
стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.
3. καταλύω, σταθμεύω•стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;
4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.
|| αμύνομαι, κρατώ γερά•насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.
|| μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•
стоять за народ υπερασπίζω το λαό,
μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•
печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.
7. ορθώνομαι εγείρομαι•перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).
8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
|| κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•
государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.
|| υπάρχω, είμαι•на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.
10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•
время не -ит ο χρόνος κυλάει•
работа -ит η δουλειά σταματά.
11. είμαι (για κατάσταση)•-ит жара είναι ζέστη•
комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•
-ит тишина είναι ησυχία•
погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•
-ял полдень ήταν μεσημέρι•
-ло лето ήταν καλοκαίρι•
-ла ночь ήταν νύχτα.
|| δείχνω•барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.
12. διατηρούμαι, κρατώ•варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.
13. δε λειτουργώ•часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).
|| μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.
14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.εκφρ.стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•стоять за спиной; стоять за кем:α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).
См. также в других словарях:
μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… … Dictionary of Greek
Αλκαίου, Μαρία — (1915 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Κόρη των ηθοποιών Νίκου Παπαγεωργίου και Σαπφούς Αλκαίου, πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή σε ηλικία πέντε ετών, στον θίασο της Κυβέλης. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ο πρώτος… … Dictionary of Greek
φράουλα — (φραγκαρία η γνήσια). Πόα της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Συναντάται και άγρια και καλλιεργούμενη. Η φ. έχει μακριούς βλαστούς οι οποίοι, ακουμπώντας στο έδαφος, ριζώνουν και δημιουργούν έτσι καινούργια φυτά, με τα οποία… … Dictionary of Greek
βανίλια — Έτσι ονομάζονται τα φυτά και οι καρποί διάφορων ειδών του γένους β., από τα οποία πιο γνωστό είναι η β. η επιπεδόφυλλη της οικογένειας των ορχεϊδών. Φυτά μονοκότυλα, ιθαγενή του Μεξικού και της Βραζιλίας, καλλιεργούνται σε πολύ τροπικές χώρες για … Dictionary of Greek
ροδοζάχαρη — η, Ν γλυκό τού κουταλιού από ροδοπέταλα βρασμένα σε διάλυμα ζάχαρης, γλυκό με τριαντάφυλλο … Dictionary of Greek
νεράντζι — το (ΑΜ νεράντζιον) 1. ο καρπός τής νεραντζιάς 2. γλυκό τού κουταλιού από καρπούς νεραντζιάς ή από τη φλούδα νεραντζιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. naranza < αραβ. nāranj < περσ. nārang (με τροπή τού α σε –ε πιθ. λόγω τού ρ ή κατά παρετυμολογική… … Dictionary of Greek
βανίλια — η (λ. ιταλ.) 1. φυτό του οποίου το αρωματικό ξύλο και ο καρπός χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική: Οι ζαχαροπλάστες χρησιμοποιούν βανίλια σε πολλά γλυκίσματα. 2. γλυκό του κουταλιού με άρωμα βανίλιας: Το καλοκαίρι πάντα μας προσφέρει βανίλια με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Spoon sweets — are sweet preserves, served in a spoon as a gesture of hospitality in the Balkans, the Middle East, and in Russia. They can be made from almost any fruit, though sour and bitter fruits are especially prized. There are also spoon sweets produced… … Wikipedia
καρυδάκι — το 1. καρύδι μικρού μεγέθους 2. το γλυκό τού κουταλιού που παρασκευάζεται από άγουρα καρύδια … Dictionary of Greek
ρετσέλι — και ριτσέλι(ον), το, Ν ζαχαρόπηκτο γλυκό τού κουταλιού από οπωρικό βρασμένο με πετιμέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rećel] … Dictionary of Greek
κεσές — ο (λ. τουρκ.), μικρό ημισφαιρικό αγγείο, μέσα στο οποίο πήζεται γιαούρτι ή φυλάγεται γλυκό του κουταλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)